ταμπούρο

ταμπούρο
(Tabourot). Επώνυμο Γάλλων λογοτεχνών. 1. Ζαν (1520 – 1595). Το 1589 και με το ψευδώνυμο Τουανό Αρμπό, δημοσίευσε το έργο του Ορχησογραφία και πραγματεία με τη μορφή διαλόγου, με την οποία όλοι μπορούν να επιδοθούν στην άσκηση των χορών. Το έργο αυτό στο οποίο περιγράφονται με λεπτομέρειες οι χοροί της εποχής, αποτελεί ενδιαφέρον μνημείο της ζωής και των ηθών του 16ου αι. 2. Ετιέν (1549 – 1590). Διετέλεσε επίτροπος του βασιλικού δικαστηρίου της Ντιζόν. Είναι περισσότερο γνωστός από τις συλλογές αινιγμάτων, διφορούμενων ακροστοιχίδων, αναγραμμάτων και ανεκδότων τα οποία συγκέντρωσε στους τόμους με τον τίτλο Συμφύρματα και Νύξεις. Το 1614 δημοσίευσε μια συλλογή λαϊκών μύθων.
* * *
το, Ν
φρ. α) «πλευρικό ταμπούρο»
μουσ. στρατιωτικό και ορχηστικό τύμπανο με εντέρινες, πλαστικές, συρμάτινες ή μεταξωτές σπειρωμένες με σύρμα χορδές τεντωμένες κατά μήκος τής κατώτερης μεμβράνης του, οι οποίες δονούνται συμπαθητικά με αυτήν και παράγουν διαπεραστικό, οξύ ήχο
β) «τενόρο ταμπούρο»
μουσ. κυλινδρικό τύμπανο, φαρδύτερο και βαθύτερο από το πλευρικό ταμπούρο, χωρίς συμπαθητικές χορδές
γ) «ταμπούρα τών φρένων»
τεχνολ. είδος φρένων που αποτελούνται από τύμπανο, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι σιαγόνες με το υλικό τριβής οι οποίες, καθώς διαστέλλονται μηχανικά ή υδραυλικά, τό ακινητοποιούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tambour < αραβ. tambūr < περσ. tabir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • ταμπουρίνο — Μικρό μουσικό όργανο που αποτελείται από ένα κυκλικό πλαίσιο από ξύλο, στην επάνω επιφάνεια του οποίου είναι καρφωμένη μια τεντωμένη μεμβράνη, ενώ μέσα σε μικρά ανοίγματα γύρω από το πλαίσιο είναι τοποθετημένα πολλά ζεύγη μικρών μεταλλικών δίσκων …   Dictionary of Greek

  • ταμπούρλο — Oνομάζεται και ταμπούρο. Κρουστό όργανο με ακαθόριστο ήχο, εξαιρετικά διαδεδομένο σε παλαιότερους χρόνους σε διάφορους πολιτισμούς. Σχεδόν με τη σημερινή μορφή ενός κυλίνδρου από ξύλο ή μέταλλο, με τις δυο πλευρές κλεισμένες με καλά τεντωμένη… …   Dictionary of Greek

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • πλήμνη — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (αυτοκ.) το κέντρο τού τροχού, από το οποίο περνά ο άξονας και πάνω στο οποίο στηρίζεται το σώτρο, η ζάντα, ή οι ακτίνες, κν. ταμπούρο 2. ναυτ. ορειχάλκινος ή δερμάτινος δακτύλιος ο οποίος προσαρμόζεται στο τρήμα μιας τροχαλίας… …   Dictionary of Greek

  • ταμπουρέ — και ταμπουρέτο, το, Ν άκλ. σκαμνί, συνήθως χαμηλό και στρογγυλό, χρησιμοποιούμενο από τις γυναίκες όταν κάθονται μπροστά στον καθρέφτη και καλλωπίζονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tabouret < tabour αρχ. τ. τού tambour (βλ. λ. ταμπούρο)] …   Dictionary of Greek

  • ταμπούρ — το, Ν μουσ. λαουτοειδές όργανο με μακρύ βραχίονα με τάστα και δύο ώς δέκα διπλά ζεύγη μεταλλικών χορδών στερεωμένων με εμπρόσθια και πλάγια κλειδιά για το κούρδισμα, το οποίο χρησιμοποιείται με διάφορες ονομασίες, από τα Βαλκάνια ώς τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”